- εὐόρπηξ
- εὐ-όρπηξ, ηκος, mit schönen Zweigen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευόρπηξ — εὐόρπηξ, ηκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ωραίο κλάδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρπηξ «νέος βλαστός, κλαδί»] … Dictionary of Greek